Η διπλωματική οδός
Από τις αρχές του 2024, το Ισραήλ είχε αρχίσει να προετοιμάζει επίθεση στο Ιράν, ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία και την εξουδετέρωση της Χεζμπολάχ. Οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις, βλέποντας τον αεροπορικό χώρο να ανοίγει, θεώρησαν ότι ήταν η κατάλληλη συγκυρία. Στις 4 Φεβρουαρίου, ο Μπενιαμίν Νετανιάχου επισκέφθηκε τον Λευκό Οίκο. Παρουσίασε στον Τραμπ και στον αντιπρόεδρο Βανς δύο συμβολικά αντικείμενα: έναν επιχρυσωμένο και έναν επάργυρο πομποδέκτη – συσκευές τις οποίες οι Ισραηλινοί είχαν παγιδεύσει με εκρηκτικά και διοχετεύσει στους εχθρούς τους.
Ο Τραμπ, σύμφωνα με συνεργάτες του, ένιωσε αμήχανα με το δώρο. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, ο Νετανιάχου παρουσίασε φωτογραφίες πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν και υποστήριξε ότι η Τεχεράνη επιτάχυνε το πρόγραμμα της. Υποστήριξε επίσης ότι μια προοπτική στρατιωτικής σύγκρουσης θα ενίσχυε τη διπλωματική πίεση και ζήτησε από τον Τραμπ να μην καταλήξει σε «ανεπαρκή συμφωνία» τύπου Ομπάμα. Του υπενθύμισε, μάλιστα, πως οι Ιρανοί θα μπορούσαν να αποκαταστήσουν τις αντιαεροπορικές τους άμυνες πολύ γρήγορα.Ο Τραμπ, που είχε εκλεγεί με σύνθημα την αποφυγή νέων πολέμων, είχε ορίσει ως ειδικό απεσταλμένο για τη Μέση Ανατολή τον προσωπικό του φίλο Στιβ Γουίτκοφ, με στόχο να επιτύχει μια διπλωματική συμφωνία. Τον Μάρτιο, ο ίδιος ο Τραμπ έστειλε επιστολή στον Ανώτατο Ηγέτη του Ιράν, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ. Όπως αργότερα εκμυστηρεύθηκε σε συνομιλητές του, η επιστολή είχε τίτλο «Δεν θέλω πόλεμο. Δεν θέλω να σε σβήσω από τον χάρτη. Θέλω μια συμφωνία».
Τη θεωρούσε μάλιστα «όμορφη» και καμάρωνε για αυτήν σε επισκέπτες του Οβάλ Γραφείου και στο Air Force One. Οι Ιρανοί είχαν στείλει διακριτικά σήματα μέσω τρίτων χωρών, αναζητώντας άνοιγμα με τη νέα κυβέρνηση. Μέχρι τα τέλη Μαΐου, οι ΗΠΑ είχαν διατυπώσει γραπτή πρόταση: τερματισμό του εμπλουτισμού ουρανίου από την Τεχεράνη και ίδρυση πολυεθνικού οργανισμού για την ειρηνική χρήση πυρηνικής ενέργειας με συμμετοχή ΗΠΑ, Ιράν, Σαουδικής Αραβίας και ΗΑΕ. Παρά τις δημόσιες εντάσεις, στο εσωτερικό της κυβέρνησης Τραμπ υπήρχε αξιοσημείωτη συνοχή. Ακόμα και οι πιο σκληροπυρηνικοί σύμβουλοι όπως ο Μάικ Ουόλτζ, υπεύθυνος για θέματα εθνικής ασφάλειας, συνεργάζονταν αρμονικά με τον μετριοπαθή Γουίτκοφ. Ο Ράτκλιφ (CIA) περιοριζόταν στην παρουσίαση στοιχείων, ενώ η Τουλσί Γκάμπαρντ, γνωστή για την αντιμιλιταριστική της στάση, σπανίως εξέφραζε ενστάσεις δημοσίως.Η στρατιωτική προετοιμασία Παρότι ο Τραμπ επέμενε αρχικά στη διπλωματική λύση, πείστηκε από την ισραηλινή επιχειρηματολογία ότι μια αξιόπιστη στρατιωτική απειλή θα ενίσχυε τη διαπραγματευτική του θέση. Έτσι, από τον Φεβρουάριο, έδωσε εντολή στη CENTCOM να επεξεργαστεί σχέδια συνεργασίας με τις ισραηλινές δυνάμεις.