Το 1941 τα γερμανικά στρατεύματα μπαίνουν θριαμβευτικά στην Αθήνα και η Πηνελόπη Δέλτα αποφασίζει να βάλει τέλος στη ζωή της
Ήταν 27 Απριλίου 1941, Κυριακή του Θωμά, όταν η Αθήνα υποδεχόταν βουβή τα γερμανικά στρατεύματα που παρέλαυναν στους δρόμους της, σηματοδοτώντας την έναρξη της σκοτεινής Κατοχής. Μέσα σε αυτή τη βαριά ατμόσφαιρα, μια ακόμη τραγική είδηση συγκλόνιζε τους Αθηναίους: η Πηνελόπη Δέλτα, η σπουδαία λογοτέχνις που μεγάλωσε γενιές με έργα όπως «Τα Μυστικά του Βάλτου» και «Ο Τρελαντώνης», έβαζε τέλος στη ζωή της. Η αυτοκτονία της Πηνελόπης Δέλτα δεν ήταν απλώς μια πράξη απόγνωσης για την είσοδο των ναζί στην πόλη. Ήταν το αποκορύφωμα μιας μακράς εσωτερικής πάλης. Η ίδια πάλευε για χρόνια με τη σκλήρυνση κατά πλάκας, ασθένεια που της προκάλεσε σωματική και ψυχική φθορά. Πίσω όμως από την ασθένεια κρυβόταν και ένας ανεκπλήρωτος έρωτας που σημάδεψε ολόκληρη τη ζωή της: η παθιασμένη αγάπη της για τον Ίωνα Δραγούμη. Ο Ίωνας Δραγούμης, διπλωμάτης στην Αλεξάνδρεια όπου και γνωρίστηκαν, έγινε το κρυφό της πάθος. Ωστόσο, η κοινωνική της θέση ως κόρη του μεγαλοαστού Εμμανουήλ Μπενάκη, την είχε ήδη δεσμεύσει σε έναν συμβατικό γάμο με τον Στέφανο Δέλτα. Η Πηνελόπη βρέθηκε έτσι παγιδευμένη ανάμεσα στο καθήκον και τον έρωτα, σε μια διαρκή συναισθηματική αγωνία.
Η Πηνελόπη Σ. Δέλτα με τον αδελφό της Αντώνη Μπενάκη (τον γνωστό Τρελαντώνη) στον κήπο της Οικίας Δέλτα στην Κηφισιά το 1920
Η επιστολή που του έγραψε το 1906, γεμάτη ωμό συναίσθημα και ακραία επιθυμία, μαρτυρά το μέγεθος της εσωτερικής της σύγκρουσης: «Σε περιμένω πάντα και σ’ αγαπώ σαν Μήδεια… Δεν ξέρω πια τι θα πει τιμή και όρκος… Θέλω την αγκαλιά σου και το στόμα σου που φιλεί φρικτά, σε θέλω όλον, όλον δικό μου για πάντα…». Ο δισέγγονός της, ιστορικός Αλέκος Π. Ζάννας, υπενθύμιζε αργότερα ότι το τέλος της δεν οφείλεται μόνο στη θλίψη για την Κατοχή, αλλά ήταν αποτέλεσμα ενός πολυσύνθετου πόνου: της ανίατης ασθένειας, της απώλειας του αγαπημένου της και της απογοήτευσης από τη ζωή.
H Πηνελόπη Δέλτα με τις κόρες της Σοφία, Βιργινία και Αλεξάνδρα.
Καταβεβλημένη, σε ηλικία 67 ετών, η Πηνελόπη Δέλτα προχώρησε σε αυτό που είχε ήδη αποπειραθεί δύο φορές στο παρελθόν: ήπιε δηλητήριο. Υπέκυψε πέντε ημέρες αργότερα, στις 2 Μαΐου 1941.
Δίπλα της βρέθηκε το τελευταίο της μήνυμα, λιτό και συγκλονιστικό: «Παιδιά μου, ούτε παπά, ούτε κηδεία. Παραχώστε με σε μια γωνιά του κήπου, αλλά μόνο αφού βεβαιωθείτε ότι δεν ζω πια. Φροντίστε τον πατέρα σας. Τον φιλώ σφιχτά. Π.Σ. Δέλτα». Έτσι έφυγε η γυναίκα που σημάδεψε τη νεότερη ελληνική λογοτεχνία και που το πάθος, η αρρώστια και η Ιστορία την οδήγησαν σ’ ένα σπαρακτικό τέλος, ανήμερα της πρώτης σκλαβιάς της Αθήνας.
Το ερωτικό γράμμα σπαραγμός της Πηνελόπης Δέλτα στον Ίωνα Δραγούμη
Ο καταδικασμένος έρωτας και η ερωτική επιστολή της προς τον Ίωνα Δραγούμη, ένας σπαραγμός ψυχής, αποτελεί ένα από τα κειμήλια του έρωτα και της αγάπης στην ελληνική πραγματικότητα μέχρι και σήμερα. Το γράμμα βρίσκεται στην ιδιοκτησία του Μουσείου Μπενάκη. Οι δυο τους γνωρίστηκαν το 1905 στην Αλεξάνδρεια. Τότε η συγγραφέας ήταν παντρεμένη αλλά ο έρωτας ήταν αστραπιαίος, περιγράφεται κάτι παραπάνω από κεραυνοβόλος. Η Πηνελόπη Δέλτα εξομολογείται στον σύζυγό της την κατάσταση αλλά δεν καταφέρνει να πάρει διαζύγιο. Ο έρωτάς της με τον Δραγούμη θα παραμείνει καταδικασμένος, πλατωνικός και εκείνη εγκλωβισμένη στην φλόγα της.
Στις 27 Ιουλίου το 1906 η Πηνελόπη Δέλτα θα γράψει στον Ίωνα Δραγούμη: «Μένω ακόμη ένα χρόνο, σου το έγραψα· αν με θέλεις ύστερα, αν δεν αλλάξεις, Ιων μου, αν θέλεις τότε, πάρε με… Και τώρα όμως αν με ήθελες δεν θα μπορούσα να σου πω πια όχι· τώρα δεν ξέρω πια τι θα πει τιμή και λόγος και όρκος· ξέρω πως στον κόσμο κάπου ζεις εσύ, πως μ’ αγαπάς ακόμη, πως εσύ μπορείς να γίνεις δικός μου όποταν σε φωνάξω. Ιων μου, δεν σε φωνάζω· μα αν με θελήσεις ποτέ, ξέρεις πού είμαι· σε περιμένω πάντα και σ’ αγαπώ σαν Μήδεια, είσαι το μόνο δίλημμα που ζει μέσα μου με φρικτή ένταση· τ’ άλλα όλα πέθαναν, η αγάπη σου τα σκότωσε! Μη με φοβηθείς· αγαπώ άγρια, μα αγαπώ με φοβερή tendresse το χλωμό παιδί που με φίλησε στο στόμα εκεί στα πεύκα. Ιων μου, θα πεις πως είμαι τρελή, και το ξέρω, μα όπως εκείνο το βράδυ, που πρώτη φορά με ξανάβλεπες, ύστερα από την πρώτη απόπειρα, ήσουν “τρελός για μένα”, έτσι κι εγώ είμαι τρελή για σένα…
Και μεθώ και δεν ξέρω πια να λογαριάσω τι θα πει “τιμή” και “λόγος”. Ξέρω μόνο πως σ’ αγαπώ, τ’ ακούς, Ιων; σ’ αγαπώ άγρια και θέλω την αγκαλιά σου και το στόμα σου που φιλεί φρικτά, σε θέλω όλον, όλον, δικό μου για πάντα, και πονώ αλύπητα και ανυπόφορα, και μ’ έρχεται να φύγω απόψε, πριν από το γράμμα μου, να μη σου μιλήσω πια, να μη σου γράψω “σ’ αγαπώ”, μόνο να έλθω εκεί, να ορμήσω στο σπίτι σου, να χυθώ στο λαιμό σου, και χωρίς λέξη, να πνίξω την αναπνοή σου, φιλώντας σε στο στόμα, ως που να κλείσεις τα μάτια σου και να πέσει το κεφάλι σου στον ώμο μου, χλωμό και αποκαμωμένο, μισοπεθαμένο από συγκίνηση και πόνο και χαρά που σκοτώνει. Το ξέρω πως είμαι τρελή· μα η αγάπη κάποιον τρελαίνει… ».
