Έκπτωση φόρου ανακαίνιση κατοικίας: Ποιες εργασίες καλύπτονται
Τη δυνατότητα να μειώσουν τον φόρο εισοδήματός τους έως και κατά 16.000 ευρώ αποκτούν και για το 2025 οι ιδιοκτήτες ακινήτων που προχωρούν σε δαπάνες ανακαίνισης, συντήρησης ή ενεργειακής αναβάθμισης των κατοικιών τους, σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του υπουργείου Οικονομικών. Το φορολογικό αυτό κίνητρο, που παρατείνεται και για το επόμενο έτος, επιμερίζεται σε βάθος πενταετίας. Δηλαδή, η συνολική έκπτωση των 16.000 ευρώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί σταδιακά μέσω των φορολογικών δηλώσεων των επόμενων πέντε ετών.
Ιδιοκτήτης που δηλώνει φόρο εισοδήματος 4.000 ευρώ για το 2026, και έχει πραγματοποιήσει το 2025 επιλέξιμες δαπάνες ανακαίνισης ύψους 3.000 ευρώ, θα καταβάλει τελικά φόρο μόλις 1.000 ευρώ για τη συγκεκριμένη χρήση. Όπως δήλωσε ο εκπρόσωπος Τύπου του υπουργείου Οικονομικών, Όμηρος Τσάπαλος, το μέτρο ενισχύει έμπρακτα τη στέγαση, διευκολύνοντας οικογένειες να αξιοποιήσουν και να αναβαθμίσουν τις κατοικίες τους. Παράλληλα, αποτελεί ουσιαστικό εργαλείο στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, καθώς προϋποθέτει την έκδοση αποδείξεων και την πληρωμή με ηλεκτρονικά μέσα.
Ποιες εργασίες καλύπτονται
Στο πλαίσιο του μέτρου εντάσσονται τόσο μικρές παρεμβάσεις, όπως βάψιμο ή μερεμέτια, όσο και τεχνικές ή ενεργειακές αναβαθμίσεις, όπως θερμομόνωση, ηλεκτρολογικά ή υδραυλικά έργα, υπό την προϋπόθεση έκδοσης τιμολογίων και απόδειξης πληρωμής μέσω κάρτας ή τραπεζικής μεταφοράς.
Προϋποθέσεις υπαγωγής
Βασική προϋπόθεση είναι το συνολικό κόστος αγοράς υλικών να μην υπερβαίνει το 1/3 του ποσού που δαπανάται για υπηρεσίες. Δηλαδή, σε ένα συνολικό ποσό εργασιών ύψους 12.000 ευρώ, το ανώτατο ποσό για υλικά που μπορεί να ληφθεί υπόψη είναι 4.000 ευρώ. Το μέτρο δεν μπορεί να συνδυαστεί με άλλα προγράμματα επιδοτούμενης ενεργειακής αναβάθμισης (π.χ. «Εξοικονομώ»), καθώς πρόκειται για φορολογική ελάφρυνση που λειτουργεί αυτόνομα. Όπως υπογραμμίστηκε από το οικονομικό επιτελείο, η στόχευση του μέτρου είναι διπλή: αφενός η στήριξη της στεγαστικής επάρκειας και της ποιότητας ζωής, αφετέρου η ενίσχυση της φορολογικής διαφάνειας σε επαγγελματικούς κλάδους που παραδοσιακά εμφανίζουν υψηλά ποσοστά αδήλωτης εργασίας.
