Τι μας κάνει ευτυχισμένους: Δεκαετίες μελετών για την ευημερία έχουν καταλήξει σε μια απλή αλήθεια: η ευτυχία δεν είναι μοναχική υπόθεση.
Μεγαλώνοντας στο Μέριλαντ, η Σόνια Λιουμπομίρσκι μπορούσε να δει πως η μητέρα της ήταν δυστυχισμένη. Όταν η Σόνια ήταν 9 ετών, οι γονείς της μετέφεραν την οικογένεια από τη Μόσχα στις Ηνωμένες Πολιτείες, ελπίζοντας σε καλύτερες ευκαιρίες. Στην Αμερική, όμως, η μητέρα της δεν μπορούσε πια να διδάξει, όπως έκανε στη Ρωσία. Δούλευε καθαρίστρια για να στηρίξει την οικογένεια. Της έλειπε η καριέρα της, νοσταλγούσε την πατρίδα της, έκλαιγε συχνά. Ήταν δυστυχισμένη «σε κλίμακα Τολστόι». Η μικρή Σόνια το καταλάβαινε, αλλά αναρωτιόταν: ήταν οι Ρώσοι απλώς λιγότερο ευτυχισμένοι; Ήταν η μητέρα της καταδικασμένη να είναι δυστυχισμένη, όπου κι αν ζούσε; Και κυρίως: τι θα μπορούσε, αν μπορούσε, να τη βοηθήσει να νιώσει καλύτερα; Το 1985, η Λιουμπομίρσκι πήγε στο Χάρβαρντ. Παρόλο που ο επιβλέπων της ειδικευόταν στην κοινωνική ψυχολογία των χρηματιστηρίων, η Σόνια έφερνε συνεχώς την κουβέντα στην ευτυχία. Εκείνη την εποχή, η μελέτη της ευτυχίας δεν ήταν το μεγάλο επιστημονικό πεδίο που είναι σήμερα. Ένας ερευνητής, τη δεκαετία του ’60, είχε γράψει πως η θεωρία της ευτυχίας δεν είχε προοδεύσει πολύ από την εποχή του Αριστοτέλη.
Πολλοί επιστήμονες τότε πίστευαν ότι η ευτυχία είναι στην ουσία τυχαία — προϊόν γονιδίων ή συγκυριών. Κάποιοι μάλιστα υποστήριζαν ότι το να προσπαθεί κανείς να γίνει πιο ευτυχισμένος είναι τόσο μάταιο όσο να προσπαθεί να γίνει ψηλότερος. Το 1989, η Λιουμπομίρσκι μπήκε στο Στάνφορντ για μεταπτυχιακό στην κοινωνική ψυχολογία. Τότε μόλις ξεκινούσε να αναγνωρίζεται σοβαρά το πεδίο της μελέτης της ευτυχίας. Η ίδια δίσταζε: ως νέα γυναίκα επιστήμονας, ήθελε να την παίρνουν στα σοβαρά — και η ευτυχία θεωρούνταν «μαλακό» θέμα. Όμως, μετά από μια ζωηρή κουβέντα με τον επιβλέποντά της την πρώτη μέρα, αποφάσισε να αφιερωθεί στην ευτυχία.
Ξεκίνησε με μια βασική ερώτηση: γιατί κάποιοι άνθρωποι είναι πιο ευτυχισμένοι από άλλους; Τα πρώτα της πειράματα έδειξαν ότι οι ευτυχισμένοι άνθρωποι αποφεύγουν τις συγκρίσεις, βλέπουν τους άλλους πιο θετικά, ικανοποιούνται με τις επιλογές τους και δεν κολλάνε στα αρνητικά. Όμως παρέμενε το ερώτημα: οδηγεί η ευτυχία σε αυτή τη στάση ζωής ή το αντίστροφο; Για να βρει απαντήσεις, σχεδίασε πειράματα. Ζήτησε από φοιτητές να κάνουν πράξεις καλοσύνης (όπως να δώσουν αίμα ή να βοηθήσουν συμφοιτητές τους) και από άλλους να γράφουν κάθε εβδομάδα πράγματα για τα οποία ένιωθαν ευγνωμοσύνη. Σε όλους αυτούς, τα επίπεδα ευτυχίας ανέβηκαν. Το αποτέλεσμα μπορεί να μην ήταν θεαματικό, αλλά η Λιουμπομίρσκι θεώρησε εντυπωσιακό ότι τόσο μικρές και απλές πράξεις μπορούσαν να έχουν αντίκτυπο. Το 2005, δημοσίευσε τα ευρήματά της υποστηρίζοντας ότι η ευτυχία δεν είναι μόνο ζήτημα τύχης — μπορούμε να την επηρεάσουμε.
Ένα αιωνόβιο πείραμα και μία καθαρή απάντηση
Το 2003, ο ψυχίατρος Ρόμπερτ Γουόλντινγκερ ανέλαβε τη μακροβιότερη μελέτη ευημερίας στις ΗΠΑ, που ξεκίνησε το 1938 στο Χάρβαρντ. Αρχικά, στόχος ήταν να μελετηθούν υγιείς νέοι άντρες και να αναζητηθούν τα χαρακτηριστικά που οδηγούν σε μια καλή ζωή. Στο δείγμα περιλαμβάνονταν 268 φοιτητές, ανάμεσά τους και ο Τζον Κένεντι. Οι εθελοντές εξετάζονταν εξονυχιστικά: ψυχιατρικές συνεντεύξεις, ιατρικά τεστ, ιστορικό οικογένειας, αξιολόγηση τρόπου ζωής, σχέσεων και σκέψεων. Τη δεκαετία του ’70, προστέθηκε και μια δεύτερη ομάδα – άνδρες από φτωχά προάστια της Βοστώνης. Το 2001, ο προηγούμενος υπεύθυνος, Τζορτζ Βαϊγιάντ, δημοσίευσε μια από τις σημαντικότερες διαπιστώσεις: ένας από τους πιο ισχυρούς δείκτες ευτυχίας στη γεροντική ηλικία ήταν το πόσο ευτυχισμένος ήταν κάποιος στον γάμο του στα 50 του.
Ο Γουόλντινγκερ συνέχισε την έρευνα. Μελέτησε ζευγάρια 80 ετών και διαπίστωσε ότι όσοι είχαν ευτυχισμένο γάμο ένιωθαν πιο προστατευμένοι από την επίδραση της ασθένειας και του πόνου. Η ποσότητα και η ποιότητα των σχέσεων αποδείχθηκε καθοριστική. Το συμπέρασμα της 75χρονης μελέτης, όπως το είπε στην περίφημη TED ομιλία του: «Οι καλές σχέσεις μας κρατούν πιο ευτυχισμένους και πιο υγιείς. Τελεία». Το κοινό δεν τον γιουχάισε. Αντιθέτως, το βίντεο ξεπέρασε τα 40 εκατομμύρια προβολές.
Η ευτυχία γεννιέται στη σύνδεση
Νεότερες έρευνες επιβεβαιώνουν πως η κοινωνική επαφή είναι κλειδί. Η Τζούλια Ρόρερ, στο Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ, κατέληξε ότι όσοι θέτουν «κοινωνικούς στόχους» (π.χ. περισσότερο χρόνο με φίλους) κάνουν βήματα προς την ευτυχία. Άλλες μελέτες έδειξαν ότι ακόμη και τυχαίες συζητήσεις με αγνώστους βελτιώνουν τη διάθεση. Η Λιουμπομίρσκι, μετά από χρόνια ερευνών, το συνοψίζει ως εξής: «Το 95% των πραγμάτων που λειτουργούν στις παρεμβάσεις ευτυχίας, λειτουργούν γιατί ενισχύουν τη σύνδεση με άλλους». Είτε γράφεις ένα γράμμα ευγνωμοσύνης, είτε βοηθάς έναν ξένο, είτε συνομιλείς με έναν φίλο, η ευτυχία έρχεται μέσα από τη σχέση.
Ακόμη και τα social media, λέει, δεν είναι εξ ολοκλήρου επιβλαβή. Η παθητική περιήγηση μάς κάνει να συγκρίνουμε τη ζωή μας. Όμως οι αλληλεπιδράσεις, όταν υπάρχουν, είναι προτιμότερες από το τίποτα. Αν έπρεπε να δώσει μια μόνο συμβουλή για το πώς να γίνει κανείς πιο ευτυχισμένος αύριο; «Να κάνεις μια βαθύτερη συζήτηση από τη συνηθισμένη. Μίλα με κάποιον — ακόμα και με έναν άγνωστο», λέει. Η ευτυχία δεν κρύβεται μόνο στα μεγάλα: μπορεί να γεννηθεί στην αναμονή ενός ιατρείου, σε μια σύντομη κουβέντα με έναν άγνωστο στο μετρό. Σε μια καθημερινή, ανθρώπινη σύνδεση.
