Ο ΔΕΔΔΗΕ από τη σύστασή του έθεσε σε υψηλότατη προτεραιότητα το ζήτημα της αντιμετώπισης του φαινομένου της ρευματοκλοπής, φαινόμενο που, όπως αποτυπώνεται στην εξέλιξη των μη τεχνικών απωλειών, γνωρίζει έξαρση υπό την παρατεινόμενη δυσμενή οικονομική συγκυρία. Το γεγονός ότι, παρά την πύκνωση των ελέγχων, την εντυπωσιακή αύξηση του πλήθους των εντοπισμένων κρουσμάτων και τη συστηματοποίηση […]
Ο ΔΕΔΔΗΕ από τη σύστασή του έθεσε σε υψηλότατη προτεραιότητα το ζήτημα της αντιμετώπισης του φαινομένου της ρευματοκλοπής, φαινόμενο που, όπως αποτυπώνεται στην εξέλιξη των μη τεχνικών απωλειών, γνωρίζει έξαρση υπό την παρατεινόμενη δυσμενή οικονομική συγκυρία. Το γεγονός ότι, παρά την πύκνωση των ελέγχων, την εντυπωσιακή αύξηση του πλήθους των εντοπισμένων κρουσμάτων και τη συστηματοποίηση των μηνύσεων, το φαινόμενο δεν υποχώρησε, ανέδειξε την ανάγκη αυστηροποίησης του σχετικού ρυθμιστικού πλαισίου, εις τρόπον ώστε να καταστεί αποτελεσματικότερο. Η ανάγκη αυτή καλύφθηκε με τις σχετικές προβλέψεις του Κώδικα Διαχείρισης του Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΦΕΚ Β 78/20.01.2017) και των σχετικών Αποφάσεων της ΡΑΕ που ακολούθησαν (Εγχειρίδιο Ρευματοκλοπών, ΦΕΚ Β 1871/30.05.2017 και καθορισμός Διοικητικά Οριζόμενης Τιμής, ΦΕΚ Β 1947/07.06.2017).
Σύμφωνα με το νέο πλαίσιο, ο υπολογισμός της μη καταγραφείσας ενέργειας θα διενεργείται πλέον από τον ΔΕΔΔΗΕ με βάση τη Διοικητικά Οριζόμενη Τιμή, η οποία, σύμφωνα με τη σχετική απόφαση της ΡΑΕ, ορίζεται σε 150 ευρώ/MWh και προσαυξάνεται κατά 70% σε 255 ευρώ/ΜWh για τις περιπτώσεις των διαπιστωμένων ρευματοκλοπών. Επιπλέον οι παραβάτες θα επιβαρυνθούν με το κόστος αποζημίωσης του ΔΕΔΔΗΕ, το οποίο κυμαίνεται ανάλογα με το είδος παροχής, από 300 έως 370 ευρώ χωρίς αντικατάσταση μετρητή και από 425 έως 750 ευρώ με αντικατάσταση μετρητή.
Σε περίπτωση μη καταβολής του οφειλόμενου ποσού εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας (ή μη καταβολής δόσης αυτού σε περίπτωση διακανονισμού) από τους παραβάτες, ο ΔΕΔΔΗΕ διακόπτει την παροχή και δεν την επανασυνδέει μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του ποσού, ενώ δύναται να επιβάλλει περιορισμούς για την πρόσβαση στο Δίκτυο μέσω άλλης παροχής.
Επίσης, οι ιδιοκτήτες ακινήτων θα πρέπει να μεριμνούν κατά την εκμίσθωσή τους ώστε ο εκάστοτε μισθωτής να μεταφέρει την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος επ’ ονόματί του, προκειμένου να μη βρεθούν υπόλογοι, φερόμενοι ως συμβεβλημένοι χρήστες της παροχής, για πράξεις που διέπραξαν άλλοι.
Περαιτέρω, δεδομένου ότι με βάση το νέο πλαίσιο, ως ρευματοκλοπή χαρακτηρίζεται πλέον και η αυθαίρετη επανασύνδεση σε κομμένη παροχή που δεν εκπροσωπείται από Προμηθευτή (π.χ. η περίπτωση που ο προηγούμενος μισθωτής διέκοψε την ηλεκτροδότηση με την αποχώρησή του από το ακίνητο), θα πρέπει οι εκμισθωτές να μην παραχωρούν τη χρήση των ακινήτων τους, προτού οι νέοι μισθωτές συνάψουν σύμβαση προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και μεταφέρουν την παροχή επ’ ονόματί τους.
Παράλληλα με την αταλάντευτη εφαρμογή του νέου πλαισίου, ο ΔΕΔΔΗΕ θα εντείνει τους στοχευμένους ελέγχους για τον εντοπισμό κρουσμάτων ρευματοκλοπής, διαθέτοντας όλους τους πόρους του στον αγώνα για την ανακοπή του φαινομένου αρχικά και τη δραστική περιστολή του στη συνέχεια, προσδοκώντας στη συμπαράσταση και συνδρομή των καταναλωτών.
Τέλος, υπογραμμίζεται για μια ακόμη φορά, ότι από το φαινόμενο της ρευματοκλοπής ζημιώνονται οι συνεπείς καταναλωτές, αφού σε αυτούς μετακυλίεται το αυξημένο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας στη χονδρεμπορική αγορά λόγω των ρευματοκλοπών. Με βάση το νέο πλαίσιο, τα εισπραττόμενα ποσά από τους παραβάτες, χρησιμοποιούνται πλέον για την αντιστάθμιση της ζημίας που υφίστανται οι καταναλωτές από το φαινόμενο, μέσω πίστωσης μέρους αυτών, στους λογαριασμούς ΕΤΜΕΑΡ, ΥΚΩ, Χρεώσεων Χρήσης Συστήματος και Δικτύου καθώς και για την ενίσχυση ειδικού αποθεματικού που τηρεί ο ΔΕΔΔΗΕ για την ανάπτυξη δράσεων κατά των ρευματοκλοπών.