Η εκρηκτική αύξηση των ενοικίων, η στασιμότητα στους μισθούς και το γενικευμένο κύμα ακρίβειας ωθούν πλέον τους Έλληνες να αναζητήσουν λύσεις που πριν φάνταζαν ξένες
Μέχρι πριν λίγα χρόνια, η ιδέα της συγκατοίκησης στην Ελλάδα συνδεόταν κυρίως με τα φοιτητικά χρόνια ή με τηλεοπτικά σενάρια. Σήμερα, όμως, γίνεται ολοένα και πιο ορατή ως επιλογή ανάγκης και προσαρμογής για χιλιάδες πολίτες κάθε ηλικίας. Η εκρηκτική αύξηση των ενοικίων, η στασιμότητα στους μισθούς και το γενικευμένο κύμα ακρίβειας ωθούν πλέον τους Έλληνες να αναζητήσουν λύσεις που πριν φάνταζαν ξένες: το να μοιράζονται ένα σπίτι.
Το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο στην υπόλοιπη Ευρώπη. Στο Λονδίνο, τη Μαδρίτη, το Παρίσι και τη Ρώμη, η συγκατοίκηση αποτελεί χρόνια τώρα δοκιμασμένο μοντέλο διαβίωσης. Τώρα, ωστόσο, αρχίζει να εδραιώνεται και στη χώρα μας ως απάντηση σε ένα δυσλειτουργικό στεγαστικό περιβάλλον. Το 55,9% του εισοδήματός του ξοδεύει σήμερα ο μέσος εργαζόμενος στην Αθήνα για να πληρώσει το ενοίκιο του, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στη Θεσσαλονίκη αγγίζει το 53,5%. Οι αριθμοί δεν αφήνουν περιθώρια για αυταπάτες.
Αυτό που άλλοτε θεωρούνταν «υποχώρηση» της ατομικής ανεξαρτησίας, σήμερα μετατρέπεται σε πράξη συλλογικής σοφίας. Η συγκατοίκηση δεν είναι πια απλώς οικονομική λύση· είναι επίσης ψυχολογικό αντίβαρο. Η μοναξιά, η απομόνωση και η δυσκολία σύναψης διαπροσωπικών σχέσεων έχουν αναδείξει την κοινή διαβίωση ως ένα ανακουφιστικό πλαίσιο συντροφικότητας. Περίπου ένας στους πέντε Ευρωπαίους που επιλέγουν τη συγκατοίκηση, το κάνουν ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο.
Η επιστροφή του κάμπινγκ
Από τα δυτικά προάστια της Αθήνας και τον Πειραιά, μέχρι τα φοιτητικά διαμερίσματα της Θεσσαλονίκης, η αλλαγή καταγράφεται ήδη: το φαινόμενο της συγκατοίκησης αυξήθηκε κατά 25% στην Ελλάδα την τελευταία διετία. Η αύξηση αυτή δεν περιορίζεται στους νέους. Όλο και περισσότεροι άνω των 35 ετών —διαζευγμένοι, εργένηδες, χαμηλόμισθοι— εξετάζουν σοβαρά την προοπτική του να μοιραστούν στέγη.
Κι όμως, παρά τα βήματα προόδου, η εθνική μας κουλτούρα γύρω από την αυτονομία και την οικογενειακή εξάρτηση δεν εγκαταλείπεται εύκολα. Η Ελλάδα παραμένει στις τελευταίες θέσεις συγκατοίκησης στην ΕΕ, ενώ οι νέοι της εγκαταλείπουν την πατρική εστία σε ηλικία άνω των 30, σχεδόν τέσσερα χρόνια αργότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ο σκεπτικισμός παραμένει: ο φόβος για την καθημερινή τριβή με έναν άγνωστο, η έλλειψη ιδιωτικότητας, οι διαφορετικές συνήθειες.
Ωστόσο, το κύμα φαίνεται ασταμάτητο. Καθώς η στεγαστική κρίση βαθαίνει και η φορολογική πίεση συνεχίζει να επιβαρύνει τα εισοδήματα —με τους Έλληνες να εργάζονται 175 ημέρες τον χρόνο μόνο για να πληρώνουν φόρους— η συγκατοίκηση μετατρέπεται από επιλογή επιβίωσης σε πράξη κοινωνικής ανασύνθεσης. Ίσως τελικά η συλλογική καθημερινότητα να είναι αυτό που μας έλειπε: όχι μόνο για να πληρώνουμε τα ενοίκια, αλλά για να ξαναβρούμε τη συντροφικότητα και την αλληλεγγύη σε έναν κόσμο που, ολοένα και πιο συχνά, ζητά να τα αντιμετωπίσουμε όλα μόνοι.
