Γράφει η Ευτυχία Παπούλια
«Ο κόσμος είναι για τους αισιόδοξους, οι απαισιόδοξοι είναι απλοί θεατές.»
François Guizot
Έπρεπε να πάρω το τρόλεϊ σήμερα. Μετά από ατελείωτα λεπτά κάτω από τον καυτό ήλιο – έναν ήλιο θυμωμένο, αστικό – ένιωσα την ανάγκη να κουρνιάσω στο συνωστισμένο πλήθος της στάσης, λες και η ανθρώπινη σκιά θα έσβηνε τη φωτιά του. Ομολογώ με περίσσιο δισταγμό, πως αγαπώ τα μέσα μαζικής μεταφοράς∙ μια προτίμηση που χρόνια τώρα γεννά χλευασμό. Μα η ταλαιπωρία τους είναι το μικρό τίμημα για το δικαίωμα της παρατήρησης. Μέσα στο τρόλεϊ, οι άνθρωποι γίνονται βιβλία ανοιχτά: σου μαθαίνουν πράγματα που δεν ήξερες ότι υπήρχαν, ξυπνούν συναισθήματα που δυσκολεύεσαι να ονομάσεις.
Η ζωή τα έφερε έτσι που οι δύο μου πατούσες έγιναν το βασικό μου μεταφορικό μέσο – για τη δουλειά, για τις μικρές διαδρομές. Σήμερα όμως, χρειάστηκε να μπω στο τρόλεϊ. Με το που περνώ την πόρτα, μια αγανακτισμένη κυρία με μαλώνει μήπως η τσάντα μου τη χτυπήσει. Λίγο παρακάτω, δυο άλλες κυρίες μονομάχησαν για μια θέση, κι ο θρίαμβος της νικήτριας συνοδεύτηκε από καλοσχεδιασμένο μορφασμό ανωτερότητας. Στο εσωτερικό, μικρά πηγαδάκια είχαν στηθεί σαν αυτοσχέδια καφενεία: μπάσες φωνές, πικρίες ανάκατες με κορναρίσματα απ’ έξω. Χρειαζόσουν προσοχή για να αποκωδικοποιήσεις τον θόρυβο: εδώ ασθένειες, εκεί νοσοκομεία, πιο πέρα η διαχρονική μάχη της Ελλάδας με το κράτος της. Ο ένας διέκοπτε τον άλλον, σε έναν ιδιότυπο αγώνα δρόμου για το ποιος δικαιούται τον τίτλο της πιο δραματικής ζωής.
Καθώς το βουητό φούσκωνε, σκεφτόμουν πόσο ο κόσμος διψά για προσοχή∙ όμως το κάνει αφήνοντας πίσω βαριά κατάλοιπα, πυκνά σύννεφα στεναγμού που κολλούν στο δέρμα των συνεπιβατών. Κι εκεί εμφανίστηκε ένας κύριος, ήδη από νωρίς φιλότιμος να αλλάξει κλίμα: μικρές απόπειρες χιούμορ, μια αισιόδοξη νότα – αποτυχημένες όλες. Και όμως, παρασυρόταν κι αυτός – όχι γιατί του ταίριαζε το βαρύ κλίμα, αλλά γιατί καμιά φορά, η ανάγκη για δυο κουβέντες είναι δυνατότερη από τη διάθεση. Η αθώα ερώτηση «πού θα πάτε διακοπές;» έπεσε σαν βόμβα. Στιγμιαία σιωπή. Ύστερα ξανά η ακρίβεια, η μόνιμη επωδός, πήρε το μικρόφωνο: «κανείς δεν θα πάει πουθενά», «ούτε ένα μπάνιο». Παράδοξο – οι ίδιοι που γκρινιάζουν θα γεμίσουν αύριο το ίντερνετ με selfies σε κυκλαδίτικες αυλές. Εκείνοι που όντως δυσκολεύονται, σπάνια το ανακοινώνουν τόσο δυνατά.
Η κουβέντα γύρισε πάνω του:
— «Κι εσύ;» ρώτησε μια ηλικιωμένη.
— «Φυσικά και θα φύγω. Η Αθήνα είναι σκληρή· όποτε μπορώ, φεύγω!» απάντησε.
Μια ριπή ζήλιας διέσχισε το τρόλεϊ∙ δεν ήταν ανεκτή τόση αισιοδοξία.
— «Έχεις παιδιά;» συνέχισε η ίδια.
— «Όχι∙ δε μας χάρισε ο Θεός παιδιά. Πηγαίνω στο χωριό με τη γυναίκα μου.»
— «Ε, γι’ αυτό! Αν είχες υποχρεώσεις, ούτε κι εσύ θα έφευγες…»
Ευχόμουν η επόμενη στάση να είναι ο προορισμός του, να ξεφύγει από αυτή την αθέατη τιμωρία απέναντι σε κάθε μορφή φωτεινότητας. Κοίταξα γύρω. Θα έβαζα στοίχημα πως πολλοί δεν παίρνουν καν είδηση ότι έφτασε η στάση τους. Το κεφάλι χαμηλωμένο στο κινητό, σαν να μη βλέπουν, σαν να μην ακούν. Γιατί κανείς δεν μιλάει πια για κάτι ευχάριστο; Και γιατί τιμωρείται με χολή όποιος προσπαθεί να φυσήξει μια πνοή αισιοδοξίας; Μα καλά… τόσο άδειες είναι οι ζωές τους; Ούτε μια μικρή χαρά – ο σύντροφος, τα παιδιά, ο ήλιος που λούζει το πεζοδρόμιο και προσελκύει στη χώρα μας ολόκληρο τον πλανήτη; Κι όμως, μέσα σε όλο αυτό, ούτε λέξη για έρωτα, για συγκίνηση, για ευγνωμοσύνη. Όχι πως λείπουν από τη ζωή τους – απλώς τα κρατούν μέσα τους τα φωτεινά κομμάτια, σαν κάτι εύθραυστο. Μην τύχει και τα ξεστομίσουν και παρεξηγηθούν. Μήπως θεωρηθούν αφελείς. Σαν να φοβούνται πως η χαρά μπορεί να ενοχλήσει. Ή, χειρότερα, να ισοπεδωθεί τόσο κυνικά, σα να πρέπει να ανεβαίνεις έναν Γολγοθά μόνο και μόνο για να περπατήσεις με τη μάζα.
Ακούγοντάς τους, στρέφω το βλέμμα έξω απ’ το παράθυρο. Βλέπω γεμάτα καφέ, τουρίστες που περπατούν αναψοκοκκινισμένοι, γελώντας. Θεέ μου… είναι καλοκαίρι. Έχω μπροστά μου μια μικρή άδεια να ονειρευτώ. Να… μια πεταλούδα στέκεται στο περβάζι και μοιάζει να σκέφτεται αν θέλει να περάσει το παράθυρο. Αλήθεια, πόσες πεταλούδες μετράς τη μέρα στο δρόμο σου; Υπάρχει πάντα κάτι όμορφο εκεί έξω – μια ματιά, ένα τραγούδι, ένα παιδί που γελά. Κι όλοι, κάπου μέσα τους, περιμένουν να τους το θυμίσει κάποιος. Όχι με βαρύγδουπα λόγια μεγάλων. Με ένα νεύμα, ένα χαμόγελο, μια απλή καλημέρα. Ίσως, λοιπόν, κάποιες μέρες να μην παίρνουμε το τρόλεϊ. Ή να κατεβαίνουμε λίγο νωρίτερα. Να περπατήσουμε κοιτώντας τον ουρανό, να χαζέψουμε ένα παιδί που παίζει, μια μαμά που τραγουδά στο μωρό της το «Μια ωραία πεταλούδα». Γιατί καμιά φορά, μπορεί εκείνη την ώρα να περνά μια πεταλούδα που μας έψαχνε. Και να θέλει απλώς… μια καλημέρα.