Ευρωπαϊκή κυριαρχία και τουρκικές απειλές: Η νέα γραμμή της ελληνικής κυβέρνησης
Σε μια συγκυρία αυξημένων γεωπολιτικών εντάσεων και ανακατατάξεων στον ευρωπαϊκό χώρο άμυνας, η τοποθέτηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για την πάγια απειλή πολέμου της Τουρκίας επανέφερε στο προσκήνιο ένα ζήτημα που εδώ και σχεδόν τρεις δεκαετίες σκιάζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις: το περίφημο “casus belli”. Μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό ΣΚΑΪ 100,3, ο κ. Μητσοτάκης δήλωσε απερίφραστα πως «δεν γίνεται να διεκδικείς ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία και να απειλείς χώρα – μέλος της ΕΕ». Η δήλωση αυτή, ενταγμένη στη γενικότερη στρατηγική της Αθήνας για την ευρωπαϊκή προάσπιση της κυριαρχίας της, αποτέλεσε και σαφή προειδοποίηση προς την Άγκυρα ενόψει των φιλοδοξιών της να συμμετάσχει σε προγράμματα της ευρωπαϊκής άμυνας, όπως το νέο χρηματοδοτικό εργαλείο SAFE.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός υπογράμμισε πως αν η Τουρκία επιθυμεί να καταστεί εταίρος της ΕΕ σε ζητήματα άμυνας, οφείλει να σεβαστεί τις αρχές και τις ευαισθησίες των κρατών–μελών, πρωτίστως της Ελλάδας και της Κύπρου. «Είναι καιρός, τριάντα χρόνια μετά, να ζητήσουμε ευθέως από τους Τούρκους φίλους μας να αποσύρουν το casus belli από το τραπέζι», ανέφερε χαρακτηριστικά, υπενθυμίζοντας πως η απειλή πολέμου θεσμοθετήθηκε από την Τουρκική Εθνοσυνέλευση το 1995, ως απάντηση στο κυριαρχικό δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια. Οι δηλώσεις του πρωθυπουργού προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις στα τουρκικά μέσα ενημέρωσης. Η εφημερίδα Hurriyet έκανε λόγο για «πρόταση Μητσοτάκη για το Αιγαίο», ενώ το τηλεοπτικό δίκτυο Haber Global σχολίασε πως «ο Μητσοτάκης ζητά την άρση της απειλής πολέμου για τα 12 μίλια». Η εφημερίδα Turkiye, πιο επιθετική, χαρακτήρισε τη δήλωση «σκανδαλώδη», υποστηρίζοντας πως η Αθήνα προσπαθεί να εμποδίσει τη συμμετοχή της Άγκυρας στην ευρωπαϊκή αμυντική αρχιτεκτονική.

Η αντίδραση του τουρκικού υπουργείου Άμυνας δεν άργησε να έρθει. Πηγές του τόνισαν ότι «οι προσπάθειες να αγνοηθεί ο κρίσιμος ρόλος της Τουρκίας στην περιοχή είναι καταδικασμένες να αποτύχουν» και κατηγόρησαν την Αθήνα για «μεταφορά διμερών διαφορών σε πολυμερή φόρα». Παράλληλα, ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, σε πρόσφατες δηλώσεις του, επανέλαβε τη δέσμευσή του για την αναθεώρηση του τουρκικού συντάγματος, τονίζοντας ότι δεν προτίθεται να διεκδικήσει ξανά την προεδρία. Δεν παρέλειψε, ωστόσο, να αναφερθεί και στην πιθανότητα συνάντησης με τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, υπογραμμίζοντας τις καλές προσωπικές σχέσεις που διατηρούν.
Μέσα σε αυτό το εύθραυστο πλαίσιο, η Αθήνα προετοιμάζεται για τη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στην Άγκυρα, στο πλαίσιο του επόμενου Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας–Τουρκίας που προγραμματίζεται για τον Ιούλιο. Το κλίμα φαίνεται πιο ήπιο συγκριτικά με το πρόσφατο παρελθόν, καθώς, σύμφωνα με το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, ο διμερής διάλογος έχει αποφέρει μετρήσιμα αποτελέσματα: μείωση παραβιάσεων, αύξηση του διμερούς εμπορίου και πρόοδος στη διαχείριση του μεταναστευτικού.
Ωστόσο, το ζήτημα του casus belli παραμένει κεντρικό. Η Ελλάδα επιδιώκει να τεθεί ως προϋπόθεση για την ένταξη της Τουρκίας σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή δομή ασφάλειας και άμυνας η έμπρακτη αποκήρυξη απειλών και προκλήσεων κατά κρατών–μελών. Όπως διαμηνύουν κυβερνητικές πηγές, «δεν είναι δυνατόν να οικοδομείται ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία με χώρες που απειλούν θεμελιώδη κυριαρχικά δικαιώματα». Σε αυτό το πλαίσιο, το casus belli εξελίσσεται από διμερές πρόβλημα σε ζήτημα ευρωπαϊκής αρχής και συνοχής. Η Αθήνα, με σαφήνεια, το καθιστά όρο για οποιαδήποτε μελλοντική σύμπραξη με την Άγκυρα, αποστέλλοντας μήνυμα αποφασιστικότητας και ευρωπαϊκής συσπείρωσης.
