Αθήνα

°C

kairos icon

Δευτέρα

12

Μαΐου 2025

ΕΛΛΑΔΑ

Μαμά

«Mάνα! Δε βρίσκεται λέξη καμία να 'χει στον ήχο της τόση αρμονία»

Γράφει η Ευτυχία Παπούλια
Κοινωνιολόγος
Μητέρα: η πιο όμορφη λέξη στα χείλη της ανθρωπότητας
Kahlil Gibran

Από την κοιλιά της ξεκίνησαν όλα. Εκεί, στα βάθη του σώματός της, ήμουν μια σιωπηλή υπόσταση — μικρή, αθώα, ανυποψίαστη για το τι σημαίνει κόσμος, τι σημαίνει αγάπη. Κι όμως από τότε, άρχισα να τη δυσκολεύω. Με τις πρώτες μου σκιρτήσεις, με τα βραδινά τινάγματα που την ξυπνούσαν απότομα, με τον βηματισμό της που βάραινε όσο εγώ μέσα της μεγάλωνα. Ήμουν ένα σώμα που έπαιρνε χώρο απ’ το δικό της. Κι εκείνη, ποτέ δεν παραπονέθηκε. Έβαζε τα χέρια στην κοιλιά και μου μιλούσε. Χάιδευε το δέρμα που τεντωνόταν και έλεγε λόγια σαν προσευχή, λόγια χαμηλόφωνα, τρυφερά. Τραγουδούσε με φωνή θαμπή κι έλεγε πως με περιμένει. Όχι σαν απλώς ένα παιδί. Αλλά σαν κάτι που δεν είχε όνομα — κάτι πιο δικό της απ’ τον εαυτό της. Μια υπόσχεση που χτυπούσε μέσα της με δανεικό ρυθμό, κι όμως, ένιωθε πως ήταν ο μόνος ρυθμός που είχε σημασία.

Κι όταν γεννήθηκα, τίποτα δεν έγινε ευκολότερο. Το κλάμα μου ήταν ανεξέλεγκτο, τυχαίο, δυνατό. Οι νύχτες της έγιναν θρυμματισμένες, και κάθε ξύπνημά μου την τραβούσε πίσω στην εγρήγορση, λες και δεν είχε κοιμηθεί ποτέ. Κι όμως, ήξερε. Ήξερε πάντα τι χρειαζόμουν, ακόμα κι όταν εγώ δεν το ήξερα. Να με κρατήσει, να με ταΐσει, να με ησυχάσει, να με τραβήξει πίσω από το χάος μου. Κι αν υπήρχε μια θέση στον κόσμο που μπορούσα να ησυχάσω, ήταν στην αγκαλιά της.

Μεγαλώνοντας, τη φώναζα για όλα. Ήταν η σταθερή απάντηση, το βήμα στο διάδρομο που έτρεχε προς το δωμάτιό μου με μάτια γεμάτα αϋπνία, κρατώντας έναν δίσκο με φρούτα κομμένα σε σχήματα ήλιου, φρυγανιές στολισμένες με χαμόγελα μαρμελάδας. Κι εγώ, μικρή τυραννία με παιδική φωνή, ζητούσα πάντα κάτι ακόμα. Κι εκείνη, πάντα το έδινε. Όχι γιατί έπρεπε. Αλλά γιατί έτσι αγάπησε — βουβά, αθόρυβα, άνευ όρων και τέλους.

Και ήταν τότε που άρχισα να συλλέγω αναμνήσεις. Εκείνα τα πρωινά του Σεπτέμβρη, που μαζί ανοίγαμε τα τετράδια του ΠΑΛΛΗ — εκείνα τα χοντρά, με το φρέσκο χαρτί που μύριζε καθαρότητα και ξεκίνημα. Μια μυρωδιά που ακόμα μπορώ να θυμηθώ. Κι ύστερα, οι αργίες. Πηγαίναμε στο Μινιόν, στις στολισμένες βιτρίνες, στα πολυώροφα των θαυμάτων. Κι όταν τελείωνε η περιπλάνηση, μου έπαιρνε παγωτό φράουλα. Καθόμασταν σε ένα πεζούλι, τα ρούχα μας είχαν πάνω τους τη μυρωδιά της Κυριακής και της μαμάς, και η γεύση εκείνου του παγωτού – γλυκιά, ροζ, παγωμένη – ήταν το πρώτο πράγμα που έμαθα πως συνδέεται με την ευτυχία.

Και μετά ήρθαν οι Πανελλήνιες. Οι μέρες που δεν κοιμόταν, οι νύχτες που στριφογύριζε ξάγρυπνη, λες και μόνο η δική μου ανησυχία μπορούσε να της κρατήσει συντροφιά. Στεκόταν έξω από το σχολείο, με τον ήλιο να της καίει τα μάτια και την καρδιά της να χτυπά στους παλμούς της δικής μου προσμονής. Θυμάμαι το βλέμμα της τη μέρα που πέρασα στο Πανεπιστήμιο — ένα βλέμμα βουρκωμένο, γεμάτο περηφάνια κι έναν πόνο σιωπηλό: γιατί ήξερε πως όσο εγώ προχωράω, εκείνη θα πρέπει να μάθει να στέκεται πίσω.

Θυμάμαι και τη μέρα που της είπα πως είμαι ερωτευμένη. Χαμογέλασε. Αλλά πίσω από το χαμόγελο, στα μάτια της, πέρασε για πρώτη φορά εκείνος ο φόβος. Όχι για μένα — αλλά για την αγάπη. Για το ότι η καρδιά μου έφυγε από το κέντρο του σπιτιού και πήγε αλλού. Και η μάνα, τότε, γεννά έναν καινούργιο φόβο. Να μη σε πονέσουν. Να μη χάσεις τον εαυτό σου. Κι αυτόν τον φόβο, τον καταπίνει βουβά, τον κάνει σιωπή. Κι εσύ, δεν τον βλέπεις — μέχρι να τον νιώσεις χρόνια μετά, όταν αγαπάς κι εσύ με φόβο.

Και τότε άρχισα να μεγαλώνω στ’ αλήθεια. Να υψώνω φωνή, να αντιμιλώ, να αντιστέκομαι. Να την πληγώνω — όχι πια με κλωτσιές στην κοιλιά, αλλά με λόγια και σιωπές που σκίζανε την ψυχή της. Να της φορτώνω ενοχές, απουσίες, παρεμβάσεις, λόγια που δεν είπε, σιωπές που δεν ερμήνευσα όπως ήθελα. Κι εκείνη, πάντα σκυφτή, μου ζητούσε συγγνώμη.

Για λάθη που δεν ήταν δικά της. Για βάρη που δεν της ανήκαν. Για λόγια που δεν πρόλαβε να προφέρει. Δεν με έδιωξε ποτέ. Δεν μου κρατούσε κακία. Περίμενε. Να ωριμάσω. Να δω. Ώσπου ήρθε η μέρα που της είπα πως θα φύγω. Θα ζήσω μόνη. Θα σταθώ στα πόδια μου. Το φώναξα με ενθουσιασμό, με τη λάμψη της ανεξαρτησίας στο βλέμμα. Κι εκείνη… χαμογέλασε. Μου ευχήθηκε καλή αρχή με φωνή ελαφρώς τρεμάμενη.  Στο τραπέζι έστρωνε πια λιγότερα πιάτα — κι όμως, κάθε φορά, το δικό μου φαγητό το τύλιγε προσεκτικά, λες και μαγείρευε ακόμα για μένα, κάπου μακριά. Γιατί ήξερε πως όσο κι αν φεύγεις, πάντα επιστρέφεις πεινασμένος για λίγη αγάπη, λίγη φροντίδα, λίγη μάνα.

Έμαθε να χειρίζεται κινητά, emojis, βιντεοκλήσεις. Όχι γιατί τα καταλάβαινε ή τα αγαπούσε, αλλά γιατί ήταν ο μόνος τρόπος να παραμένει παρούσα σε έναν κόσμο που απομακρυνόμουν. Για να στείλει μια καρδούλα μέσα στη μέρα, ένα σήμα αθόρυβης αγάπης, μια μικρή υπενθύμιση ότι, όπου κι αν βρίσκομαι, εκείνη με σκέφτεται. Και τώρα, που μεγάλωσα στ’ αλήθεια — που έμαθα πως οι άνθρωποι αγαπούν με μέτρο, πως φεύγουν εύκολα, πως κρατούν λογαριασμό και υποχωρούν όταν ζυγίζει η αγάπη — τώρα καταλαβαίνω.

Καταλαβαίνω εκείνη. Και με τρομάζει η σκέψη πως θα έρθει μια μέρα που το κινητό δεν θα φωτίζεται πια με το όνομά της.  Θέλω να της προσφέρω τώρα όσα της χρωστάω. Το βλέμμα. Το χάδι. Τη φροντίδα. Να γίνω εγώ η μάνα της. Μα πάντα με προλαβαίνει. Με εκείνο το βλέμμα που διαβάζει πριν μιλήσω.  Και ξέρεις κάτι; Δεν σταμάτησα ποτέ να την κλωτσάω. Με θυμούς. Με σιωπές. Με “άσε με”. Κι εκείνη δεν σταμάτησε ποτέ να το αντέχει. Γιατί είναι μάνα. Και μάνα, σημαίνει: όλα τα αντέχω. Για σένα. Γι’ αυτό, να την αγαπάμε. Όχι όταν είναι αργά. Όχι όταν είναι αργά για όλα. Αλλά τώρα. Όσο είναι εδώ. Όσο μπορούμε να της πιάσουμε το χέρι.  Γιατί κάποτε, η φωνή της θα σωπάσει. Το “πρόσεχε” θα μείνει μετέωρο, χωρίς αποστολέα. Και το σπίτι δεν θα μυρίζει πια το φαγητό της.

Ακολουθήστε μας στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις