«Η Ελλάδα δεν αποτελεί πλέον μονόδρομο φυγής, αλλά γίνεται ξανά συνειδητή επιλογή επιστροφής για χιλιάδες Έλληνες του εξωτερικού», τόνισε με έμφαση ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Κωστής Χατζηδάκης, μιλώντας στο Ετήσιο Συνέδριο του Brain ReGain στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Στη διάρκεια της ομιλίας του, ο κ. Χατζηδάκης παρουσίασε στοιχεία που σκιαγραφούν μια νέα πραγματικότητα: για πρώτη φορά μετά από δεκαπέντε χρόνια, το ισοζύγιο μετανάστευσης έγινε θετικό. «Το 2023, 47.200 Έλληνες επέστρεψαν, ενώ 32.800 έφυγαν», σημείωσε, προσθέτοντας πως «ακόμα και οι πιο σφοδροί επικριτές μας δεν μπορούν να αμφισβητήσουν αυτά τα δεδομένα». Επικαλούμενος επίσημα στοιχεία της Eurostat, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης αποκάλυψε ότι από τις περίπου 600.000 αναχωρήσεις Ελλήνων στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, οι 400.000 έχουν ήδη επιστρέψει μέχρι τα τέλη του 2023. Πρόκειται για ένα δυναμικό «κύμα επιστροφής» της γενιάς του brain drain, που σταδιακά μετατρέπεται σε brain regain.
Ο κ. Χατζηδάκης υπογράμμισε ότι η αντιμετώπιση του brain drain δεν ήταν για την κυβέρνηση μια απλή πολιτική επιδίωξη, αλλά εθνική υποχρέωση. «Είναι χρέος μας απέναντι στους γονείς που είδαν τα παιδιά τους να φεύγουν. Απέναντι στους νέους που μετανάστευσαν από ανάγκη, όχι από επιλογή. Και τελικά απέναντι στην ίδια τη χώρα, που χωρίς ανθρώπινο κεφάλαιο δεν μπορεί να ελπίζει σε βιώσιμη ανάπτυξη».
Αναφέρθηκε σε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες:
-
Φορολογικά κίνητρα για όσους επιστρέφουν (50% μείωση φόρου εισοδήματος για 7 χρόνια), τα οποία, σύμφωνα με σχετική έρευνα, επηρέασαν αποφασιστικά το 49% των επιστρεφόντων.
-
Το πρόγραμμα ReBrain Greece και οι Ημέρες Καριέρας της ΔΥΠΑ, που πραγματοποιήθηκαν σε μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις όπως το Λονδίνο, το Άμστερνταμ και το Ντίσελντορφ, συνδέοντας Έλληνες του εξωτερικού με εγχώριες επιχειρήσεις.
-
Η πρόσφατη πρωτοβουλία του Κυριάκου Μητσοτάκη για την αυτόματη αναγνώριση ιατρικών ειδικοτήτων από τις ΗΠΑ, στέλνοντας –όπως είπε– «σαφές και έμπρακτο μήνυμα στους Έλληνες επιστήμονες του εξωτερικού ότι η πατρίδα τους τούς περιμένει».
«Αν η Ελλάδα έμενε όπως το 2015, θα επέστρεφε κανείς;»
Ο κ. Χατζηδάκης έθεσε ρητορικά ερωτήματα για να αναδείξει τη σημασία των μεταρρυθμίσεων: «Θα γύριζε κάποιος αν η χώρα παρέμενε στο επίπεδο του 2015; Αν δεν αναπτυσσόταν με διπλάσιους ρυθμούς από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο; Αν η ανεργία δεν μειωνόταν ή αν δεν αυξάνονταν οι μισθοί; Αν δεν προσελκύονταν νέες επενδύσεις με καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας; Η απάντηση είναι σαφής: όχι!». Η Ελλάδα, υπογράμμισε, είναι πλέον μια χώρα πιο φιλική στις επενδύσεις, πιο ανταγωνιστική για τις επιχειρήσεις και πιο δίκαιη για τους εργαζόμενους. Ωστόσο, αναγνώρισε ότι παραμένει σημαντικό έργο μπροστά μας.
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ανέφερε τις βασικές προκλήσεις που παραμένουν:
-
Η πραγματική σύγκλιση με τις πιο ανεπτυγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
-
Η ανάπτυξη σύγχρονων κλάδων που αξιοποιούν υψηλή τεχνογνωσία, με ανταγωνιστικές αμοιβές και σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον – με εργαλεία όπως η startup visa και τα μη κρατικά πανεπιστήμια.
-
Η ενίσχυση των δημόσιων υπηρεσιών – καλύτερα σχολεία, αποτελεσματικότερο ΕΣΥ, εξυπνότερη δημόσια διοίκηση.
-
Η αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας, που όπως είπε χαρακτηριστικά, «σε πολλές περιπτώσεις αγγίζει τα όρια της τρέλας».
Ο ίδιος δεσμεύτηκε ότι «στα νέα μου καθήκοντα θα έρχονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα νομοσχέδια που θα δίνουν λύσεις σε αυτά τα προβλήματα». Ο κ. Χατζηδάκης κατέληξε υπογραμμίζοντας τη σημασία της πολιτικής σταθερότητας για τη συνέχιση της προόδου. «Καμία μεταρρύθμιση δεν μπορεί να πετύχει όταν αλλάζει κάθε δύο χρόνια. Καμία σοβαρή επιχείρηση δεν επενδύει σε μια χώρα αν δεν γνωρίζει ποιος κυβερνά και με ποιο σχέδιο. Θα ήταν άδικο για τις θυσίες ενός ολόκληρου λαού να ξαναζήσουμε τον μύθο του Σισύφου. Αυτή τη φορά όχι ως μύθο, αλλά ως εφιάλτη». Και κατέληξε: «Έχουμε χρέος να κρατήσουμε την Ελλάδα στον δρόμο της κοινής λογικής και της ευρωπαϊκής προοπτικής. Και πιστεύω ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων το αντιλαμβάνεται απόλυτα».