Το επίσημο αίτημα για ενεργοποίηση της εθνικής ρήτρας διαφυγής υπέβαλε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης, προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το αίτημα αφορά την εξαίρεση της αύξησης των αμυντικών δαπανών από τους δημοσιονομικούς στόχους της χώρας, σύμφωνα με τη σχετική απόφαση που ελήφθη στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 6ης Μαρτίου 2025. Όπως είχε προαναγγείλει ο κ. Πιερρακάκης το πρωί της ίδιας ημέρας, η κίνηση αυτή στοχεύει στην αναγνώριση της ειδικής φύσης των εξοπλιστικών αναγκών της Ελλάδας, ιδίως υπό το φως του νέου Μακροπρόθεσμου Προγράμματος Αμυντικού Εξοπλισμού (2025–2036), που οδηγεί σε αυξημένες δαπάνες για την ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, οι αμυντικές δαπάνες – με βάση τον ορισμό COFOG της Eurostat – αναμένεται να αυξηθούν από το 2,2% του ΑΕΠ το 2024, στο 2,3% το 2025 και στο 2,5% το 2026. Με βάση τις νέες προβλέψεις, μόνο για το 2026 εκτιμάται αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών κατά 500 εκατ. ευρώ, ποσό που, υπό την ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής, θα εξαιρεθεί από τους δημοσιονομικούς στόχους. Στην ανακοίνωσή του, το υπουργείο επισημαίνει ότι η ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής δεν αναιρεί την ισχύ των δημοσιονομικών κανόνων, καθώς οι αποκλίσεις σε άλλες δαπάνες – πλην των αμυντικών – θα εξακολουθήσουν να καταγράφονται στον λογαριασμό ελέγχου του άρθρου 22 του Κανονισμού (ΕΕ) 2024/1263.
Η Ελλάδα είναι η τρίτη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αιτείται ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής για αμυντικές δαπάνες, μετά τη Γερμανία και τη Λετονία. Η Γερμανία, μάλιστα, είχε προχωρήσει στην κίνηση αυτή πριν ακόμη αναλάβει καθήκοντα ο νέος καγκελάριος, Φρίντριχ Μερτς. Ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μπαλάς Ουζβάρι, επιβεβαίωσε ότι η ελληνική αίτηση κατατέθηκε και θα εξεταστεί εντός Μαΐου, με τα πρώτα συμπεράσματα να αναμένονται στις αρχές Ιουνίου. Όπως σημείωσε, τα κράτη-μέλη που ενεργοποιούν τη ρήτρα έχουν τη δυνατότητα να αποκλίνουν από τα δημοσιονομικά όρια κατά επιπλέον 1,5% των δαπανών. Παράλληλα, δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να υποβληθούν και άλλα αιτήματα από κράτη-μέλη, καθώς η προθεσμία που έχει θέσει η Κομισιόν λήγει στο τέλος Απριλίου.