Η κυβέρνηση μπορεί να ευελπιστούσε ότι το καλοκαίρι θα κυλήσει πολιτικά ήσυχο, όμως η υπόθεση ΟΠΕΚΕΠΕ μοιάζει να εξελίσσεται σε έναν αργό, βασανιστικό καταπέλτη που απειλεί να ισοπεδώσει όχι μόνο πρόσωπα αλλά και αφηγήματα. Οι παραιτήσεις, οι δικογραφίες, οι καταγγελίες, τα διαρρέοντα e-mails και οι φωνές των κομμάτων της αντιπολίτευσης συγκροτούν ένα πυκνό νέφος πολιτικής δυσοσμίας που δύσκολα θα διαλυθεί με επικοινωνιακά κόλπα. Το σκάνδαλο που αγγίζει τον οργανισμό-κλειδί για τις αγροτικές επιδοτήσεις, ξετυλίγει καθημερινά ένα κουβάρι εξυπηρετήσεων, πιέσεων, και σιωπηλών συγκρούσεων στο εσωτερικό της κυβέρνησης. Και αν η κοινή γνώμη εμφανίζεται συγκρατημένη προς το παρόν – όπως δείχνει η τελευταία δημοσκόπηση της Pulse, στην οποία οι ευθύνες διαχέονται σε όλο το πολιτικό φάσμα – το Μαξίμου γνωρίζει καλά πως η ζημιά δεν είναι απλώς επικοινωνιακή· είναι υπαρξιακή.
Οι αποκαλύψεις δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας. Δεκάδες χιλιάδες ΑΦΜ που έπαιρναν ενισχύσεις χωρίς να πληρούν τα στοιχειώδη κριτήρια επιλεξιμότητας, διοικητικές παρεμβάσεις με πολιτικό άρωμα, ρουσφετολογικές συναλλαγές από «πρόθυμους» βουλευτές και τοπικούς παράγοντες. Όλα τα παραπάνω καταγγέλλονται από τον πρώην πρόεδρο του ΟΠΕΚΕΠΕ, Ευάγγελο Σημανδράκο, όχι απλώς σε πολιτικό λόγο, αλλά στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, με αποδείξεις, ονόματα και ημερομηνίες. Ο ίδιος λέει πως εξωθήθηκε σε παραίτηση μόλις… μπλόκαρε 9.309 «κόκκινους» δικαιούχους. Το 63% αυτών, όπως αποκάλυψε, προέρχονταν από την Κρήτη, πατρίδα συγκεκριμένων υπουργών. Το γεγονός ότι το Μαξίμου αναγκάστηκε να παρέμβει με καρατομήσεις στελεχών το προηγούμενο διάστημα, είναι ενδεικτικό του πανικού αλλά και της επίγνωσης για το μέγεθος της πολιτικής βλάβης.
Το Μαξίμου περιμένει – αλλά ο χρόνος δουλεύει αντίστροφα
Στο κυβερνητικό στρατόπεδο τηρείται στάση αναμονής, ενώ απορρίπτεται – προς το παρόν – κάθε σκέψη για κατάθεση πρότασης προανακριτικής από την ίδια τη ΝΔ. Περιμένουν την πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ, ώστε να τοποθετηθούν όταν έχουν μετρήσει πλήρως τις πολιτικές και ποινικές παραμέτρους. Στην κυβέρνηση δεν βλέπουν – ακόμα – άμεσες ευθύνες για τους πρώην υπουργούς Βορίδη και Αυγενάκη, όμως η λέξη-κλειδί είναι: «ακόμα». Η δυσκολία συνίσταται στο ότι το σκάνδαλο είναι σύνθετο, πολυεστιακό, και αγγίζει ένα κομμάτι του κράτους που η ΝΔ είχε υποσχεθεί ότι θα εξυγιάνει. Αντί για εξυγίανση, όμως, αποκαλύπτεται ένα πελατειακό μόρφωμα που μοιράζει χρήματα με πολιτικά κριτήρια, εις βάρος της νομιμότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Αντιπολίτευση σε θέση μάχης
ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, Νέα Αριστερά, Ελληνική Λύση – όλοι ζητούν προανακριτική επιτροπή. Η αντιπολίτευση μυρίζεται αίμα και ετοιμάζει τον δημόσιο «πολιτικό ανασκολοπισμό» της κυβέρνησης, εκμεταλλευόμενη το γεγονός πως η κοινωνία, έστω και παθητικά, αρχίζει να αμφισβητεί ξανά την ηθική της διακυβέρνησης. Ο Σωκράτης Φάμελλος μίλησε για «γαλάζιο χάρτη που βάφτηκε με παρανομία», ενώ ο Νίκος Ανδρουλάκης εκτίμησε τη ζημιά σε ένα δισ. ευρώ, σημειώνοντας πως το ΠΑΣΟΚ ήταν το μόνο κόμμα που κατέθεσε εγκαίρως ερωτήσεις για το ζήτημα ήδη από το 2020. Πιο καταγγελτική από όλους, η Ζωή Κωνσταντοπούλου, έκανε λόγο για «παρακράτος Μητσοτάκη» και «οικογενειακή διαχείριση του δημοσίου χρήματος». Από κοντά και ο Δημήτρης Κουτσούμπας, με την πιο συστημική ερμηνεία: δεν πρόκειται για παραφωνία αλλά για τον κανόνα της ΚΑΠ και της Ε.Ε., όπου οι επιδοτήσεις λειτουργούν ως μηχανισμός εξαγοράς συνειδήσεων και εξυπηρέτησης των μεγαλοκτηματιών.
Η δημοσκόπηση της Pulse επιβεβαιώνει μια ενδιαφέρουσα αντίφαση: οι πολίτες, παρά τη δυσαρέσκεια, δεν στρέφονται προς την τιμωρητική ψήφο. Αντιθέτως, λένε πως θα ψηφίσουν με βάση την «ελπίδα» ή την «ασφάλεια». Αυτή η εύθραυστη ισορροπία είναι το μόνο που κρατά πολιτικά ζωντανή την κυβέρνηση Μητσοτάκη αυτή τη στιγμή. Το ερώτημα, ωστόσο, δεν είναι αν θα αντέξει λίγες εβδομάδες ή αν θα παρακάμψει το επόμενο κύμα αποκαλύψεων. Το ερώτημα είναι αν η ΝΔ, τραυματισμένη από τα Τέμπη, φθαρμένη από την ακρίβεια και πλέον βαριά εκτεθειμένη σε σκάνδαλα διαχείρισης δημοσίου χρήματος, έχει ακόμα την ηθική νομιμοποίηση να κυβερνά. Γιατί στην πολιτική, δεν είναι μόνο η ποινική ευθύνη που κρίνεται. Είναι – πρωτίστως – η ευθύνη απέναντι στην κοινωνία.