Τι κοινό μπορεί να έχουν ένας ροκ σταρ, ένας χαρισματικός ηθοποιός και μια ποπ σταρ που σπάει τα στερεότυπα; Μπορεί κανείς να εξηγήσει επιστημονικά γιατί ο David Bowie, ο Samuel L. Jackson ή η Charli XCX θεωρούνται αβίαστα «κουλ»; Μια νέα διαπολιτισμική μελέτη υποστηρίζει πως ναι — και μάλιστα εντοπίζει έξι χαρακτηριστικά που διατρέχουν σταθερά όλους όσοι αποπνέουν αυτό το ακαθόριστο αλλά ισχυρό «κάτι»: εξωστρέφεια, ηδονισμός, προσωπική ισχύς, περιπετειώδες πνεύμα, ανοιχτότητα στη διαφορετικότητα και μια βαθιά αίσθηση αυτονομίας. Η έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο έγκριτο Journal of Experimental Psychology: General, βασίστηκε σε απαντήσεις σχεδόν 6.000 ανθρώπων από 12 χώρες. Και τα ευρήματα ήταν σχεδόν καθολικά: η έννοια του «κουλ» δείχνει να υπερβαίνει πολιτισμικά και κοινωνικά όρια. «Ήταν εντυπωσιακή η ομοιογένεια των απαντήσεων», σημειώνει ο Κάλεμπ Γουόρεν, καθηγητής Μάρκετινγκ στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα και ένας εκ των βασικών συντακτών της μελέτης.
Απαραίτητη προϋπόθεση για τη συμμετοχή στην έρευνα ήταν η αναγνώριση της λέξης cool στα αγγλικά — χωρίς μετάφραση. Το γεγονός αυτό, εξηγούν οι ερευνητές, αποτυπώνει την καθολική διείσδυση του αμερικανικού πολιτισμικού λεξιλογίου μέσω της μουσικής, του κινηματογράφου και της pop κουλτούρας. Όπως σχολιάζει ο Τζόζεφ Χένριχ του Χάρβαρντ, το «κουλ» έχει πάψει να είναι αμερικανικό προϊόν — είναι πλέον παγκόσμιο εργαλείο αυτοέκφρασης.
Τι ξεχωρίζει τους «κουλ» από τους «καλούς»;
Οι ερευνητές δεν αρκέστηκαν στην απλή καταγραφή εντυπώσεων. Ζήτησαν από τους συμμετέχοντες να σκεφτούν τέσσερις διαφορετικούς ανθρώπους από τον κοινωνικό τους κύκλο: έναν που θεωρούν κουλ, έναν που δεν είναι, έναν που θεωρούν καλό και έναν που δεν είναι. Στη συνέχεια, κλήθηκαν να τους αξιολογήσουν σε 15 διαφορετικά χαρακτηριστικά. Το αποτέλεσμα έφερε στο φως μια ενδιαφέρουσα αντίθεση: οι «καλοί» άνθρωποι συνδέονται με την ευγένεια, την ασφάλεια, την ενσυναίσθηση και τη σταθερότητα. Οι «κουλ», αντίθετα, φέρουν χαρακτηριστικά πιο ριψοκίνδυνα και αντικομφορμιστικά — προβάλλουν δύναμη, ανεξαρτησία και μια διάθεση για ανατροπή.
Παρότι οι έννοιες συχνά τέμνονται — ειδικά στην περίπτωση ατόμων που θεωρούνται ταυτόχρονα ελκυστικά, ηγετικά και συμπονετικά — η μελέτη αναδεικνύει μια κρίσιμη διαφορά: η «κουλ» εικόνα δεν εστιάζει στην αποδοχή, αλλά στην προσωπική αυθεντικότητα. Πρόκειται, θα λέγαμε, για μια πιο μοναχική τροχιά κοινωνικής ακτινοβολίας. Ωστόσο, η μελέτη έχει και τα όριά της: απέκλεισε όσους δεν γνώριζαν τον όρο cool και βασίστηκε σε ένα δείγμα κυρίως νεαρής ηλικίας, γεγονός που θέτει εύλογα ερωτήματα για την αντιπροσωπευτικότητα των συμπερασμάτων.
Τελικά, αξίζει να κυνηγά κανείς τη λεγόμενη «κουλ» ταυτότητα; Ο δρ Γουόρεν εμφανίζεται επιφυλακτικός. Ανατρέχει σε προηγούμενη μελέτη του 2014, που διαπίστωσε ότι έφηβοι που έδιναν υπερβολική σημασία στο να φαίνονται κουλ, συχνά κατέληγαν με προβλήματα εξάρτησης ή συναισθηματικής αστάθειας στην ενήλικη ζωή. Όπως είχε πει τότε ένας από τους ερευνητές: «Έκαναν όλο και πιο ακραία πράγματα, μόνο και μόνο για να ξεχωρίσουν». Από την πλευρά του, ο Μιτς Πρίνσταϊν, επικεφαλής ψυχολόγος της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας, υπενθυμίζει πως «στο λύκειο, το στάτους βασίζεται στη δημόσια εικόνα. Αλλά στην ενήλικη ζωή, η αληθινή επιτυχία συνδέεται με τις βαθιές σχέσεις και την αίσθηση νοήματος». Ίσως, τελικά, το να είσαι «κουλ» να έχει αξία — μόνο όταν δεν το κυνηγάς απεγνωσμένα. Γιατί η αληθινή γοητεία βρίσκεται, πιθανότατα, στο να ξέρεις ποιος είσαι και να το υπερασπίζεσαι χωρίς φόβο.