Με ψήφους 51 υπέρ και 50 κατά, η Γερουσία των ΗΠΑ ενέκρινε το νέο φορολογικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης Τραμπ, μετά από πολυήμερες εντάσεις και διχασμό ακόμη και εντός του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Η καθοριστική ψήφος δόθηκε από τον Αντιπρόεδρο Τζέι Ντι Βανς, ενώ τρεις Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές διαφοροποιήθηκαν, καταψηφίζοντας την πρόταση. Το νομοσχέδιο, που προχωρεί πέρα από την παράταση των φοροαπαλλαγών της περιόδου Τραμπ, εισάγει επιπλέον μειώσεις φορολογικών βαρών, πυροδοτώντας σφοδρές αντιδράσεις για τον αντίκτυπο που αναμένεται να έχει στη μακροπρόθεσμη δημοσιονομική σταθερότητα. Εκτιμάται πως θα επιβαρύνει το ομοσπονδιακό χρέος κατά περίπου 3 τρισεκατομμύρια δολάρια μέσα στην επόμενη δεκαετία, ενώ παράλληλα θα προκαλέσει συρρίκνωση των εσόδων για πολλά χρόνια.
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί το ενδεχόμενο οι περικοπές να επηρεάσουν κρίσιμα κοινωνικά προγράμματα, όπως το Medicaid, που καλύπτει υγειονομικές ανάγκες φτωχών και ηλικιωμένων, καθώς και προγράμματα επισιτιστικής βοήθειας για ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες. Από τη Φλόριντα, όπου βρίσκεται, ο Ντόναλντ Τραμπ χαιρέτισε την ψήφιση του νομοσχεδίου, δηλώνοντας ότι αποτελεί «ένα μεγάλο, όμορφο και εξαιρετικό σχέδιο» που, όπως υποστήριξε, «προσφέρει κάτι για όλους».
Το νομοσχέδιο επιστρέφει πλέον στη Βουλή των Αντιπροσώπων, όπου η τελική του έγκριση δεν θεωρείται δεδομένη. Οι Ρεπουμπλικάνοι διαθέτουν ισχνή πλειοψηφία οκτώ εδρών (220–212) και η αρχική εκδοχή είχε περάσει με μόλις δύο ψήφους διαφορά τον Μάιο. Αρκετοί συντηρητικοί βουλευτές, ιδίως από την ομάδα House Freedom Caucus, έχουν ήδη εκφράσει την έντονη δυσαρέσκειά τους για την εκδοχή που προέκυψε από τη Γερουσία, ζητώντας ακόμη βαθύτερες περικοπές.
Σε δήλωσή της, η συγκεκριμένη ομάδα τόνισε: «Η εκδοχή της Γερουσίας προσθέτει 651 δισεκατομμύρια δολάρια στο έλλειμμα, χωρίς να υπολογιστούν τα επιτόκια. Αυτό διπλασιάζει σχεδόν τη δημοσιονομική επιβάρυνση. Δεν συναινέσαμε σε μια τέτοια πρόταση.» Αντίθετα, πιο μετριοπαθείς Ρεπουμπλικανοί –κυρίως όσοι εκπροσωπούν φτωχότερες ή αγροτικές περιοχές– εμφανίζονται αντίθετοι με την πρόβλεψη για περιορισμό του Medicaid. Ο Ντέβιντ Βαλαντάο από την Καλιφόρνια ξεκαθάρισε πως δεν πρόκειται να στηρίξει «νομοθέτημα που καταργεί ουσιαστική χρηματοδότηση για τα νοσοκομεία και τις κλινικές της κοινότητάς του». Ο στόχος του Λευκού Οίκου είναι να περάσει το τελικό νομοσχέδιο έως τις 4 Ιουλίου, Ημέρα της Ανεξαρτησίας, ώστε να υπογραφεί άμεσα από τον Πρόεδρο Τραμπ και να αποτελέσει κεντρικό επιχείρημα της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής.
Μακροοικονομικές ανησυχίες
Ακόμα και χωρίς την εφαρμογή του νέου σχεδίου, το ομοσπονδιακό χρέος των ΗΠΑ βρίσκεται ήδη σε τροχιά ραγδαίας αύξησης. Το ανεξάρτητο Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου προβλέπει ότι έως το 2055 το χρέος θα ξεπερνά κατά 56% το μέγεθος του αμερικανικού ΑΕΠ, σε σύγκριση με το περίπου 100% που βρίσκεται σήμερα. Η βασική ανησυχία αφορά στην αντίδραση των αγορών. Αν οι επενδυτές κλονιστούν από την αίσθηση ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να διαχειριστεί μακροπρόθεσμα τις υποχρεώσεις της, ενδέχεται να απαιτήσουν υψηλότερες αποδόσεις για τα κρατικά ομόλογα. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα αυξήσει το κόστος δανεισμού, όχι μόνο για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, αλλά και για επιχειρήσεις και νοικοκυριά σε ολόκληρη την οικονομία. Αναλυτές εκτιμούν ότι το επόμενο διάστημα θα είναι κρίσιμο για το εάν η κυβέρνηση καταφέρει να επιβάλει τον σχεδιασμό της ή αν η κοινοβουλευτική πίεση θα οδηγήσει σε νέα αναθεώρηση του νομοσχεδίου, με άγνωστες προς το παρόν συνέπειες για τον δημοσιονομικό σχεδιασμό και την κοινωνική πολιτική των ΗΠΑ.