Μετωπική επίθεση στον πρωθυπουργό του Ισραήλ, Μπενιαμίν Νετανιάχου, εξαπέλυσε ο πρώην πρωθυπουργός Ναφτάλι Μπένετ, ζητώντας ευθέως την παραίτησή του και χαρακτηρίζοντας «καταστροφική» τη διαχείριση της χώρας. Σε συνέντευξή του στο τηλεοπτικό Κανάλι 12, ο Μπένετ επεσήμανε πως ο Νετανιάχου «είναι στην εξουσία εδώ και 20 χρόνια – κάτι υπερβολικό και ανθυγιεινό για τη δημοκρατία», προσθέτοντας ότι «φέρει βαριά ευθύνη για τον βαθύ διχασμό στην ισραηλινή κοινωνία». Η κριτική αυτή έρχεται από έναν πολιτικό που είχε συμβάλει καταλυτικά το 2021 στην προσωρινή απομάκρυνση του Νετανιάχου από την εξουσία. Ως επικεφαλής του κόμματος της Νέας Δεξιάς, ο Μπένετ είχε συμπράξει τότε με τον κεντρώο Γιαΐρ Λαπίντ, νυν αρχηγό της αντιπολίτευσης, σχηματίζοντας μια εύθραυστη κυβέρνηση που διήρκεσε μόλις έναν χρόνο. Μετά την κατάρρευσή της, ο Μπένετ απείχε από τις επόμενες εκλογές, οι οποίες οδήγησαν στην επάνοδο του Νετανιάχου με τη στήριξη της ακροδεξιάς και των υπερορθόδοξων.
Ωστόσο, τους τελευταίους μήνες ο Μπένετ δίνει ενδείξεις πολιτικής επανενεργοποίησης. Δημοσκοπήσεις τον φέρουν ως έναν από τους βασικούς διεκδικητές της πρωθυπουργίας σε περίπτωση πρόωρης κάλπης – σενάριο που, αν και θεωρητικά απίθανο πριν από το 2026, παραμένει ανοικτό. Ο πρώην πρωθυπουργός αναφέρθηκε επίσης στις κρίσιμες γεωπολιτικές εξελίξεις, υπερασπιζόμενος την πρόσφατη ισραηλινή επίθεση κατά του Ιράν. Χαρακτήρισε την απόφαση «απαραίτητη» και υποστήριξε πως η επιχείρηση δεν θα ήταν δυνατή δίχως τις υποδομές που είχε ο ίδιος θέσει κατά τη διάρκεια της δικής του θητείας (2021–2022).
Σε ό,τι αφορά τον πόλεμο στη Γάζα, ο Μπένετ διαχώρισε τη στρατιωτική δράση από την πολιτική ηγεσία. «Ο στρατός τα πηγαίνει εξαιρετικά. Η πολιτική διοίκηση, όμως, είναι καταστροφή», δήλωσε. Πρότεινε μάλιστα την άμεση επίτευξη συνολικής συμφωνίας για την απελευθέρωση όλων των ομήρων που κρατούνται από τη Χαμάς, αφήνοντας την οριστική εξάλειψή της στην επόμενη κυβέρνηση. Απέφυγε να ξεκαθαρίσει αν ετοιμάζεται να θέσει υποψηφιότητα, αρκούμενος να δηλώσει πως «δεν φτιάχνει λίστες υποψηφίων» αυτή την περίοδο. Παρ’ όλα αυτά, το όνομά του επανέρχεται δυναμικά στον δημόσιο διάλογο, ενόψει πιθανών πολιτικών ανατροπών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν το Ισραήλ ξανά σε πρόωρες κάλπες.