Παρά τη σημαντική πρόοδο της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια –με σταθερή αναπτυξιακή πορεία, αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα και αυξήσεις στους μισθούς– οι πολίτες συνεχίζουν να αισθάνονται οικονομικά εγκλωβισμένοι. Η πρόσφατη μελέτη της Deutsche Bank αποτυπώνει με ενάργεια τη δυσαρμονία μεταξύ μακροοικονομικών δεικτών και πραγματικής αγοραστικής δύναμης, τεκμηριώνοντας γιατί ο μέσος Έλληνας δικαιολογημένα νιώθει ότι «δεν τα βγάζει πέρα». Η έρευνα αξιολογεί τις συνθήκες διαβίωσης σε 69 οικονομικά κομβικές πόλεις του κόσμου, εξετάζοντας ευρύ φάσμα δαπανών: από στεγαστικά και κοινής ωφέλειας έως ψυχαγωγία και καθημερινές καταναλωτικές συνήθειες. Σε αυτή τη διεθνή σύγκριση, η Αθήνα εμφανίζεται σταθερά ακριβότερη του μέσου όρου, την ώρα που οι καθαρές αποδοχές των εργαζομένων παραμένουν χαμηλές. Ενδεικτικά, η Αθήνα καταγράφει την 10η υψηλότερη τιμή βενζίνης παγκοσμίως, με το λίτρο να κοστίζει 2,09 δολάρια – αύξηση 23% σε μία πενταετία. Πρώτο σε κόστος το Χονγκ Κονγκ (3,07 δολ.), ενώ σε πόλεις όπως το Κάιρο, η Ντόχα και το Ντουμπάι, οι τιμές παραμένουν μεταξύ 0,32 και 0,75 δολ./λίτρο.
Αντίθετα, οι μισθοί στην Αθήνα βρίσκονται στην 56η θέση παγκοσμίως. Με καθαρές μηνιαίες αποδοχές στα 1.141 δολάρια, η ελληνική πρωτεύουσα υπολείπεται πόλεων όπως το Μπανγκαλόρ (1.261 δολ.) και η Κουάλα Λουμπούρ (1.340 δολ.), ενώ ελάχιστα προηγείται της Κωνσταντινούπολης (934 δολ.). Στον αντίποδα, οι εργαζόμενοι στη Γενεύη, τη Ζυρίχη και το Σαν Φρανσίσκο λαμβάνουν μισθούς που υπερβαίνουν τα 7.000 δολάρια μηνιαίως. Αναφορικά με τη στέγαση, το ενοίκιο για ένα διαμέρισμα τριών δωματίων στο κέντρο της Αθήνας φτάνει τα 1.180 δολάρια (59η θέση), τιμή που κρίνεται συγκριτικά ανταγωνιστική. Ωστόσο, η αγορά κατοικίας παραμένει απρόσιτη: η δόση στεγαστικού δανείου αντιστοιχεί στο 78% του μηνιαίου εισοδήματος –ποσοστό υπερτριπλάσιο από αυτό σε πόλεις όπως το Σικάγο (18%) ή οι Βρυξέλλες (30%).
Ακριβή είναι και η ενέργεια και οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας. Η Αθήνα κατατάσσεται στην 25η θέση παγκοσμίως ως προς το κόστος ρεύματος, θέρμανσης και νερού, με αυξήσεις άνω του 33% την τελευταία πενταετία. Την πρωτοκαθεδρία κατέχουν πόλεις όπως το Μόναχο και το Εδιμβούργο, ενώ πολύ πιο φθηνές είναι η Πόλη του Μεξικού, το Πεκίνο και η Σαγκάη. Στον τομέα της ψυχαγωγίας και της καθημερινής κατανάλωσης, τα στοιχεία είναι εξίσου αποκαλυπτικά. Ένα «οικονομικό ραντεβού» –με κρασί, παντελόνι τζιν, φόρεμα, δύο καφέδες, γεύμα για δύο, δύο εισιτήρια κινηματογράφου και δύο διαδρομές με ταξί– κοστίζει στην Αθήνα 256 δολάρια, σημειώνοντας άνοδο 30% από το 2000 και κατατάσσοντας την πόλη στην 34η θέση διεθνώς. Το ίδιο πακέτο υπηρεσιών κοστίζει έως 40 δολάρια ακριβότερα σε Λος Άντζελες ή Βερολίνο, αλλά και 40 δολάρια φθηνότερα σε Ρώμη, Βαρκελώνη, Πράγα ή Τόκιο.
Όσον αφορά τις τιμές κατανάλωσης, ο καπουτσίνο στην Αθήνα στοιχίζει κατά μέσο όρο 4,29 δολάρια – ποσό που πλησιάζει τις τιμές του Παρισιού (4,64 δολ.) και υπερβαίνει κατά πολύ τις αντίστοιχες σε Ρώμη (1,79 δολ.) και Μιλάνο (2,15 δολ.). Η συνδρομή σε γυμναστήριο αγγίζει τα 56 δολάρια, τιμή αυξημένη κατά 70% σε σχέση με το 2000 και αρκετά πάνω από πόλεις όπως οι Βρυξέλλες (41 δολ.) ή το Παρίσι (39 δολ.). Αντίθετα, η μηνιαία κάρτα μετακίνησης στην Αθήνα είναι από τις πιο προσιτές (52η θέση), με κόστος 35 δολάρια.
Ακόμα και η τιμή της μπίρας σε μπαρ –κατά μέσο όρο 5,77 δολάρια– τοποθετεί την Αθήνα στην 33η πιο ακριβή θέση διεθνώς. Στο Πεκίνο η αντίστοιχη τιμή είναι 2,09 δολ., ενώ στο Ντουμπάι φτάνει τα 13,61 δολάρια. Η συνολική εικόνα καταδεικνύει ότι, παρά τα θετικά μακροοικονομικά μεγέθη, η καθημερινότητα των πολιτών επιβαρύνεται έντονα από ένα κόστος ζωής που δεν αντιστοιχεί στα επίπεδα εισοδημάτων. Η οικονομική ανάκαμψη δεν έχει ακόμη μεταφραστεί σε απτή βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης για την πλειονότητα των πολιτών, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για στοχευμένες πολιτικές ενίσχυσης του διαθέσιμου εισοδήματος και ελέγχου του κόστους βασικών αγαθών.