Ένα καλά οργανωμένο κύκλωμα με επίκεντρο τα Κτηματολογικά Γραφεία της Αττικής αποκαλύπτεται από την έρευνα των «Αδιάφθορων» της ΕΛ.ΑΣ., φέρνοντας στο φως συστηματική διαφθορά, με υπαλλήλους να εισπράττουν χρηματικά ποσά για να «επισπεύδουν» την έκδοση εγγράφων και πιστοποιητικών. Σύμφωνα με τις αποκαλύψεις, το κύκλωμα δρούσε σε τέσσερα βασικά σημεία: Αθήνα, Πειραιά, Καλλιθέα και Χαλάνδρι. Στο επίκεντρο της υπόθεσης βρίσκεται μια γυναίκα, η V.N., που σύμφωνα με τη δικογραφία εμφανίζεται ως η «εγκέφαλος» της επιχείρησης, καθώς είχε την αποκλειστική ευθύνη για τον συντονισμό και την εκτέλεση των παράνομων συναλλαγών.
Η V.N. λειτουργούσε με απόλυτο έλεγχο σε όλα τα στάδια της δράσης: παραλάμβανε τις αιτήσεις από συνεργάτες της, προωθούσε τις εντολές στους υπαλλήλους των γραφείων και παραλάμβανε ή διακινούσε τα συμφωνηθέντα ποσά – πάντα μακριά από τα βλέμματα. Είχε άμεση επαφή μόνο με τους «δικούς της» υπαλλήλους και απέφευγε κάθε επικοινωνία με εξωτερικούς ενδιαφερόμενους. Δίπλα της, σε ρόλο οργανωτικού δεξιού χεριού, βρισκόταν ο Π.Γ., πρόσωπο-κλειδί λόγω της γνώσης του σε διαδικασίες του Κτηματολογίου και της κατοχής κωδικών πρόσβασης στα ηλεκτρονικά συστήματα. Εκείνος λάμβανε αιτήσεις και χρήματα από τον Π.Χ., έναν ακόμη ιδιώτη, που είχε τον ρόλο του μεσάζοντα. Ο Π.Χ. διατηρούσε επικοινωνία με συμβολαιογράφους, δικηγόρους και απλούς πολίτες, αναλάμβανε να συλλέξει τα απαραίτητα έγγραφα, ενημέρωνε για την πρόοδο των αιτήσεων και μετέφερε τα χρήματα προς τον Π.Γ. και εν συνεχεία προς την V.N.
«Ταρίφα» από 300 έως 1.000 ευρώ ανά φάκελο
Η οργάνωση εκμεταλλευόταν τον τεράστιο όγκο υποθέσεων που καθημερινά φτάνουν στα Κτηματολογικά Γραφεία και τον αργό ρυθμό διεκπεραίωσης για να δημιουργήσει έναν παράλληλο μηχανισμό «εξυπηρέτησης με το αζημίωτο». Το κόστος για την «επίσπευση» κυμαινόταν από 500 έως 1.000 ευρώ, ανάλογα με την περίπτωση. Η καταβολή γινόταν σε δύο δόσεις – προκαταβολή κατά την ανάληψη της υπόθεσης και εξόφληση μετά την έκδοση του εγγράφου. Σε περιπτώσεις απορριπτικής απάντησης, το ποσό περιοριζόταν στα 100 ευρώ, ενώ για κάθε «επιτυχημένη» επίσπευση η ταρίφα ήταν 300 έως 800 ευρώ. Προκειμένου να αποφευχθεί η έκθεση των συναλλαγών, τα χρήματα παραδίδονταν εκτός των υπηρεσιών, μακριά από κάμερες και αδιάκριτα βλέμματα.
Από την έρευνα της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων, η οποία ενεργοποιήθηκε έπειτα από ανώνυμη καταγγελία τον Σεπτέμβριο του 2024, έχουν καταγραφεί τουλάχιστον 150 ύποπτες περιπτώσεις, με τις 91 εξ αυτών να τεκμηριώνονται πλήρως. Το κύκλωμα φαίνεται να έχει αποκομίσει μέχρι στιγμής τουλάχιστον 46.600 ευρώ, ενώ το συνολικό παράνομο όφελος εκτιμάται ότι ξεπερνά τις 92.000 ευρώ. Η δράση του κυκλώματος εντοπίζεται χρονικά από τον Οκτώβριο του 2024 έως και σήμερα, ωστόσο δεν αποκλείεται να προϋπήρχε. Σε πολλές από τις υποθέσεις, η έκδοση εγγράφων που κανονικά απαιτούσε έως και έξι μήνες, ολοκληρωνόταν εντός μόλις δύο μηνών, γεγονός που μαρτυρά τον καθοριστικό ρόλο των εσωτερικών υπαλλήλων.
Οι εμπλεκόμενοι υπάλληλοι, αξιοποιώντας τη θέση και την επιρροή τους εντός των Κτηματολογικών Υπηρεσιών, καθόριζαν τη σειρά προτεραιότητας των αιτήσεων κατά το δοκούν. Με άμεσες οδηγίες από την V.N., έβαζαν φακέλους «εκτός σειράς» και επισπεύδανε την επεξεργασία, με αντάλλαγμα μετρητά. Η υπόθεση εγείρει σοβαρά ερωτήματα για τη διαφάνεια στις δημόσιες υπηρεσίες, ενώ η επιβεβαιωμένη εμπλοκή κρατικών υπαλλήλων καθιστά απαραίτητη την παραδειγματική τιμωρία και τη θεσμική ενίσχυση των ελέγχων.