Η Αλίσα Λέμαν και ο Ντάγκλας Λουίζ υπήρξαν για χρόνια ένα από τα πιο εμβληματικά ζευγάρια του ποδοσφαιρικού κόσμου. Ωστόσο, όπως αποκαλύπτει η Gazzetta Dello Sport, το ειδύλλιό τους φαίνεται να ανήκει πλέον στο παρελθόν. Ο χωρισμός τους, σύμφωνα με πληροφορίες, δεν ήταν απλώς ζήτημα προσωπικό, αλλά συνδέεται άρρηκτα με την πορεία τους στο ιταλικό ποδόσφαιρο και –ειδικότερα– στη Γιουβέντους. Το καλοκαίρι του 2024 οι δύο τους μετακόμισαν από την Άστον Βίλα στο Τορίνο, για να φορέσουν και οι δύο τη φανέλα της «Μεγάλης Κυρίας» – εκείνη στη γυναικεία ομάδα και εκείνος στην ανδρική. Από εκείνο το σημείο και έπειτα, όμως, η καριέρα τους ακολούθησε εντελώς διαφορετικές διαδρομές.
Ο Λουίζ δεν κατάφερε ποτέ να βρει σταθερό ρόλο στη Γιουβέντους. Δεν «κόλλησε» με τον Τιάγκο Μότα, ούτε απέκτησε εμπιστοσύνη από τον διάδοχό του, Ίγκορ Τούντορ. Μάλιστα, πρόσφατα ξέσπασε στα social media, απαντώντας με θυμό σε φίλο της ομάδας που του καταλόγιζε ευθύνες για την κακή εικόνα της Γιούβε: «Δεν φταίω εγώ. Δεν παίζω ποτέ». Το κλίμα είναι βαρύ και ο ίδιος θέλει να φύγει – με προορισμό, πιθανότατα, την Αγγλία. Στον αντίποδα, η Ελβετή σταρ της Γιουβέντους Γυναικών λάμπει. Η Αλίσα Λέμαν έχει εξελιχθεί σε βασικό γρανάζι της ομάδας, οδηγώντας την στον τίτλο της Serie A με ηγετική παρουσία. Η ίδια φέρεται να επιθυμεί διακαώς την ανανέωση του συμβολαίου της και να παραμείνει στο Τορίνο.
Η απόσταση αυτή στις επαγγελματικές φιλοδοξίες φέρεται να ήταν και η χαραμάδα που οδήγησε στον χωρισμό. Το γεγονός ότι ο Λουίζ δεν βρέθηκε καν στο γήπεδο για να πανηγυρίσει τον τίτλο της συντρόφου του πυροδότησε τις πρώτες φήμες, ενώ η κοινή τους απόφαση να διαγράψουν όλες τις φωτογραφίες τους από τα social media λειτούργησε ως επιβεβαίωση. Υπενθυμίζεται ότι η σχέση τους ξεκίνησε το 2021, όταν ο Βραζιλιάνος μέσος αγωνιζόταν στην Άστον Βίλα. Το ζευγάρι χώρισε έναν χρόνο αργότερα, αλλά επανενώθηκε στις αρχές του 2024, λίγο πριν τη διπλή μεταγραφή τους στη Γιουβέντους. Όπως είχε πει η Λέμαν τότε, η απόφασή τους να παίξουν στην ίδια ομάδα δεν ήταν προσχεδιασμένη: «Δεν ξέρω ποιος έπεισε ποιον. Απλώς συνέβη». Αυτή η «σύμπτωση» όμως, όπως αποδείχθηκε, δεν ήταν αρκετή για να κρατήσει ενωμένους δύο ανθρώπους που πορεύονται –πλέον– προς εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις.